- ημιδιαφανής
- ης, ες полупрозрачный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιδιαφανής — ές 1. ο ατελώς διαφανής, που δεν επιτρέπει την πλήρη διάβαση τών φωτεινών ακτινών 2. φρ. «ημιδιαφανή υλικά» τα σώματα εκείνα που επιτρέπουν μεν τη διέλευση τού φωτός μέσα από τη μάζα τους, αλλά διά μέσου τών οποίων διακρίνει κάποιος αδρομερώς την … Dictionary of Greek
φέγγω — έφεξα 1. μτβ. με γεν., ρίχνω φως σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω: Φέξε μου να δω. 2. αμτβ., εκπέμπω φως, είμαι φωτεινός, λάμπω: Δε φέγγει καθόλου αυτό το φανάρι. 3. είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής, φεγγρίζω: Η μπλούζα της είναι αραχνοΰφαντη και φέγγει.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγαρίζω — φεγγάρισα, αμτβ. 1. εκπέμπω ωχρό φως, είμαι χλομός (όπως το φως του φεγγαριού). 2. μτφ., αφήνω να διαφαίνεται κάτι αμυδρά μεσ’ από μένα, είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής: Η νυχτικιά της φεγγαρίζει. 3. μτφ., από τη μεγάλη αδυναμία γίνομαι ημιδιαφανής,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
αζουλίτης — ο (Ορυκτ.) ημιδιαφανής ποικιλία τού σμιθσονίτη (ΖnCO3) με ανοιχτό μπλε χρώμα, που συναντάται σε μεγάλες μάζες στην Αριζόνα και στην Ελλάδα (Λαυρεωτική) … Dictionary of Greek
αιγιρίνης — Ορυκτό, πυριτικό άλας σιδήρου και νατρίου του τύπου NaFeSi2O6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει επιμήκεις πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,55 γρ./κ. εκ … Dictionary of Greek
βλέννα — η (AM βλέννα) το έκκριμα της μύτης, μύξα νεοελλ. γλοιώδης και ημιδιαφανής έκκριση των βλεννογόνων αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δύο ν των λέξεων βλέννα και βλέννος οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό, εκτός άν ο τ. βλέννος θεωρηθεί ότι προήλθε από … Dictionary of Greek
διαφώτιστος — η, ο 1. ημιδιαφανής 2. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το διαφώτιστο ιδιότητα τών διαφώτιστων σωμάτων … Dictionary of Greek
εγγαρίζω — Ν [φεγγάρι] 1. εκπέμπω χλομό φως, όπως το φως τής σελήνης 2. μτφ. α) είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής β) (για πρόσ.) γίνομαι πολύ λεπτός, σχεδόν διάφανος, από την αδυναμία … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιδιαφάνεια — η [ημιδιαφανής] ατελής διαφάνεια … Dictionary of Greek